EΝΑ ΚΙΟΥΑΝΟ κάποτε με καταγωγή τη μακρινή Αφρική δυσκολευόταν πολύ να κάνει φίλους. "Ίσως φταίει που έχω σκληρά αγκάθια σε όλο μου το κορμί και οι άλλοι τρομάζουν όταν με βλέπουν...", συλλογιζόταν κάθε φορά που ένιωθε μοναξιά, και κατηγορούσε τη φύση που ήταν έτσι. Όταν δε τύχαινε κάποιο φρούτο ή λαχανικό να το πλησιάσει για να γίνουν φίλοι, αυτό προτιμούσε πάλι τη μοναξιά του αφού δυσκολευόταν πολύ να πιστέψει στους άλλους.
Ώσπου μια μέρα που καθόταν λυπημένο κοντά σε μια λίμνη και έκλαιγε μόνο του, το κλάμα του κρυφάκουσε μια σοφή κουκουβάγια. Αυτή πέταξε κοντά του, και το ρώτησε τι έχει. Μόλις της εξήγησε το πρόβλημά του, αυτή του είπε: "Θέλω να ψάξεις πολύ στο δάσος και να μου βρεις το πιο ευωδιαστό λουλούδι απ' όλα και να μου το φέρεις".
Το κιουανό δέχθηκε την πρόκληση αφού αγαπούσε πολύ τα λουλούδια και το άρωμά τους.
Πρώτη λοιπόν βρήκε μια μαργαρίτα. Αφού μάδισε ένα - ένα τα φύλλα της, την πλησίασε στη μύτη του για να τη μυρίσει. "Ίσως υπάρχει και πιο ευωδιαστό λουλούδι από αυτό", σκέφτηκε και προχώρησε παρακάτω.
Δεύτερο βρήκε ένα ανθισμένο χρυσάνθεμο, με φανταχτερά κίτρινα πέταλα. Χωρίς πολλή σκέψη έκοψε ένα κλωνάρι και το έφερε στη μύτη του. "Σκέτη ευωδία!", σκέφτηκε, έπειτα όμως αναρωτήθηκε αν ήταν όντως το πιο ευωδιαστό λουλούδι στο δάσος, και έτσι προχώρησε παρακάτω.
Τρίτη βρήκε μια τουλίπα, και εντυπωσιάστηκε πολύ από τα χρώματά της και την εμφάνισή της. Την έκοψε λοιπόν από την βάση της, και έκανε να τη μυρίσει. "Πολύ ωραία μυρωδιά, αλλά μήπως υπάρχει άλλο λουλούδι πιο ευωδιαστό;", σκέφτηκε, και πήγε παρακάτω.
Τελευταία λοιπόν βρήκε μια τριανταφυλλιά, της οποίας τα λουλούδια είχαν μεγάλα αγκάθια, αλλά και μια ομορφιά που δεν μπορούσε να συγκριθεί με οποιοδήποτε άλλο λουλούδι. Με πολύ κόπο άπλωσε το χέρι του και με προσοχή έκοψε ένα από αυτά, έπειτα έτρεξε πίσω στην κουκουβάγια.
"Μόλις είδα τα αγκάθια του φοβήθηκα πολύ να το πλησιάσω. Όταν όμως με πολλή προσοχή το άγγιξα και το πλησίασα στη μύτη μου, αυτό με αντάμειψε χαρίζοντας την πιο όμορφη ευωδία σε όλο το δάσος", της είπε.
"Έτσι λοιπόν θα πρέπει να είσαι και με όσους θέλουν να γίνουν φίλοι σου", του απάντησε η κουκουβάγια. Έπειτα με ένα πέταγμα του πήρε το τριαντάφυλλο μέσα από τα χέρια και έφυγε μακριά.
Από εκείνη τη μέρα το καλό μας κιουανό έκανε πολλούς νέους φίλους, αφού κατάλαβε πως όσοι ήθελαν τη φιλία του παρά τα σκληρά του αγκάθια την άξιζαν πολύ περισσότερο απ' όσους το απέφευγαν.