ΕΝΑ ΧΡΥΣΟ ΠΑΝΤΖΑΡΙ ΚΑΠΟΤΕ ήταν τσιγκούνικο πολύ και μάζευε χαρτονομίσματα, τα οποία φυλούσε κάτω απ’ το στρώμα μην του τα πάρει κανένας.
“Να ξέρεις ότι όσο τα φυλάς, τόσο χάνουν την αξία τους”, του είπε μια μέρα το κολοκάσι. “Αν όμως είχες χρυσό…”, συμπλήρωσε και το χρυσό παντζάρι προβληματίστηκε, αφού είχε μαζέψει τόσα πολλά που πλέον δεν χωρούσαν στο στρώμα του.
Έτσι πήρε κάποια από αυτά και πήγε στο σούπερ-μάρκετ να δει τι θα μπορούσε να αγοράσει. Δεν γέμισε ούτε μισό καλάθι. Έτσι όταν πήγε στο ταμείο να ρωτήσει την υπάλληλο αυτή του είπε: “Κάθε χρόνο ακριβαίνουν τα προϊόντα στα ράφια, και έτσι με τα ίδια χρήματα παίρνουμε λιγότερα”. Ύστερα του χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας ένα χρυσό δόντι.
Με τα πολλά, το χρυσό παντζάρι γύρισε πίσω και αποφάσισε να αγοράσει χρυσό. Πήγε λοιπόν στην κοντινότερη πόλη και αγόρασε μπάρες χρυσού. Τόσο βαριές που ήταν όμως, αγόρασε και άμαξα να τα κουβαλήσει πίσω. Και άλογα για την άμαξα. Μίσθωσε και αμαξά για τη διαδρομή, δίνοντάς του χρυσό για πληρωμή.
Μόλις έφτασε πίσω στο μανάβικο, κατάλαβε ότι δεν είχε που να τις βάλει, αφού έκαναν το στρώμα σκληρό και δεν είχε ύπνο τα βράδια. Έτσι λοιπόν αγόρασε θησαυροφυλάκιο, αλλά και ένα κτίριο για να βάλει το θησαυρό μέσα, στο οποίο έβαλε επιπλέον συναγερμό, μάντρα και φρουρούς. Έφτιαξε ένα κανονικό οχυρό.
Όταν με πολλά κατάφερε και μπήκε μέσα, παρατήρησε ότι του είχε μείνει τόσος λίγος χρυσός που τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έβγαζε νόημα. Όταν δε οι φρουροί του ζήτησαν πληρωμή στο τέλος του μήνα, αυτό έβαλε τα κλάματα. Τους έδωσε τις τελευταίες μπάρες χρυσού που του είχαν απομείνει και έμεινε κι αυτό… ταπί.
“Προτιμότερο να ξόδευες τα χαρτονομίσματα όλα αυτά τα χρόνια”, του είπαν τα άλλα φρούτα και λαχανικά μόλις κατάλαβαν τι είχε συμβεί.
Κι έτσι από εκείνη τη μέρα, το χρυσό παντζάρι πήρε το μάθημά του, να μην είναι άπληστο, αλλά και στο στρώμα να βάζει μόνο πούπουλα.