EΝΑΣ ΗΛΙΑΝΘΟΣ ΚΑΠΟΤΕ σε έναν κήπο απολάμβανε να λούζεται από το φως του καλοκαιρινού ηλίου. Έτσι κοντούλης όμως που ήταν, δυσκολευόταν πολύ να ξεπεράσει τα άλλα λουλούδια, τα οποία μονίμως του έκρυβαν τον ήλιο για να παραμείνουν ψηλότερα απ' αυτόν. Και έτσι όταν ο Αύγουστος έφτασε στο τέλος του, ο ηλίανθος ακόμα να ανθίσει.
Ώσπου μια μέρα του Φθινοπώρου, ο ήλιος χάθηκε απ' τον ουρανό, πίσω από γκρίζα σύννεφα. Μαζί και η ελπίδα του ηλίανθου να φτάσει τα άλλα λουλούδια, αφού χωρίς το φως του ηλίου θα έμενε μια ζωή στο ίδιο ύψος. "Εσύ φταις που δεν προσπάθησες αρκετά να μας φτάσεις", του είπαν γεμάτα ψωροπερηφάνεια οι άλλοι ηλίανθοι στον κήπο και άρχισαν να τον δείχνουν κοροϊδευτικά.
"Είστε άδικοι μαζί μου", τους απάντησε αυτός, και αποφάσισε μόνος του να ψάξει να βρει τον ήλιο, ο οποίος είχε κρυφτεί πίσω απ' τα ψηλά βουνά που με τις κορυφές τους μόνο λιγοστές από τις ηλιαχτίδες του άφηναν να περάσουν. Έτσι κι αυτός πήρε δρόμο από τον κήπο. Πέρασε κάμπους και λαγκάδια. Περπάτησε, και περπάτησε, ώσπου οι νύχτες έγιναν μέρες και οι μέρες νύχτες. Όταν κάποια στιγμή προς μεγάλη του έκπληξη βρέθηκε στο δρόμο του ένας μάγος, σκέφτηκε να του ζητήσει να εμφανίσει ξανά τον ήλιο ώστε να ανθίσει.
"Τέτοιο θαύμα δεν μπορώ να κάνω για σένα, αλλά αν θέλεις πραγματικά να ξαναδείς τον ήλιο, δεν έχεις παρά να σκαρφαλώσεις στο πιο ψηλό βουνό, πάνω απ' τα σύννεφα", του είπε αυτός, και με αυτά τα λόγια τον αποχαιρέτησε.
Μόλις το άκουσε ο ηλίανθος αναθάρρεψε και πήρε το δρόμο για το πιο ψηλό βουνό, πιστεύοντας πως θα έφτανε στην κορυφή του. Δεν πρόλαβε όμως να ανέβει στα μισά της βουνοπλαγιάς και είδε μπροστά του να πέφτει χιόνι, αφού είχε μήνες ολόκληρους που ταξίδευε, και πλέον είχε μπει ο χειμώνας.
Μόλις είδε το χιόνι τον έπιασε στενοχώρια μεγάλη, αφού σκέφτηκε πως ακόμη κι αν τα κατάφερνε, θα πάγωνε απ' το κρύο. Έπειτα και πίσω να γυρνούσε, δεν θα άνθιζε, αφού πλέον ήταν χειμώνας και οι ηλίανθοι ανθίζουν μέχρι τις αρχές του Φθινοπώρου. Έτσι το πήρε απόφαση πως δεν θα άνθιζε ποτέ, παρά θα έμενε έτσι όλη του τη ζωή. Και έμεινε σε εκείνο το σημείο να κλαίει, ώσπου το χιόνι που έπεφτε πάνω του άρχισε να του παγώνει τα πέταλα.
"Είναι μάταιο πια...", σιγομουρμούρισε και κοίταξε ψηλά στον ουρανό για να δει τον ήλιο. Τότε τα σύννεφα που τον κάλυπταν άρχισαν να διαλύονται. Μια ηλιαχτίδα έπεσε πάνω του και έλιωσε τον πάγο απ' τα πέταλά του. Με το λιγοστό κουράγιο που του είχε απομείνει συνέχισε ως την κορυφή.
Λίγο πιο κάτω είδε μπροστά του μια παρέα από περίεργα λουλούδια να ανθίζουν, που όμοιά τους δεν είχε δει. "Είμαστε χειμωνανθοί", του είπαν αυτά μόλις τα ρώτησε, και συνέχισαν: "Κι αν νιώθεις πως η εποχή σου πέρασε και δεν πρόκειται να ανθίσεις πια, εμείς ανθίζουμε στο καταχείμωνο".
Μόλις το άκουσε ο ηλίανθος έμεινε κατάπληκτος, αφού δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι θα μπορούσε ένα λουλούδι να ανθίζει μέσα στο κρύο και τα χιόνια. "Αν ήμουν μόνο σαν εσάς να μην έχω ανάγκη τον ήλιο", παραδέχθηκε μπροστά τους.
Τότε εμφανίστηκε από το πουθενά ο μάγος, ο οποίος με ένα μόνο άγγιγμα απ' το ραβδάκι του μεταμόρφωσε τον ηλίανθο σε χειμωνανθό. Αυτός όχι μόνο άνθισε μέσα στο καταχείμωνο, αλλά και βρήκε μια καινούρια οικογένεια από χειμωνανθούς που πλέον του κρατούν συντροφιά και φροντίζουν ώστε να μην ξανανιώσει αβοήθητος ποτέ.