ΜΙΑ ΠΙΝΑΚΙΔΑ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα σταυροδρόμι είχε κουραστεί πολύ να δίνει οδηγίες στους ταξιδιώτες, οι οποίοι μονίμως τα έκαναν θάλασσα και έπαιρναν αντίθετο δρόμο από αυτόν που τους έδειχνε.
Έτσι λοιπόν κι αυτή μια μέρα, αποφάσισε να τους μπερδέψει σκόπιμα για να σπάσει πλάκα. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε να τα δείχνει όλα ανάποδα: το δεξί για αριστερό και την Ανατολή για Δύση, κι αν τύχαινε κάποιος να της ζητήσει οδηγίες, του έδειχνε το αντίθετο μονοπάτι από αυτό που έπρεπε.
Πρώτη λοιπόν εμφανίστηκε μπροστά της μια γυναίκα, μια νεροκουβαλήτρα, η οποία κρατούσε μια στάμνα για να τη γεμίσει νερό στην κοντινή πηγή. Η πινακίδα της έδειξε λάθος μονοπάτι κι έτσι αυτή μετά από ώρες γύρισε πίσω κουρασμένη, απορημένη και με τη στάμνα άδεια.
Δεύτερο εμφανίστηκε ένα παλληκάρι με το παγούρι του, κι αυτό για να το γεμίσει νερό στην κοντινή πηγή. Έτσι κι αυτού η πινακίδα του έδειξε λάθος μονοπάτι, θέλοντας να σπάσει πλάκα μαζί του. Αυτό ακολούθησε τις οδηγίες της και όπως ήταν φυσικό, μπερδεύτηκε και χάθηκε μέσα στο δάσος. Όταν κάποια στιγμή κατάλαβε πως δεν έβρισκε την πηγή, σκέφτηκε να βρε άλλο μονοπάτι να ακολουθήσει. Αντί να βγει στην πηγή όμως, βρέθηκε πίσω στην πινακίδα απ' όπου ξεκίνησε, ιδρωμένο και καταδιψασμένο.
Τρίτος εμφανίστηκε ένας γεράκος με μαγκούρα που έψαχνε κι αυτός το δρόμο για την πηγή. Η πινακίδα μόλις τον είδε έσκασε στα γέλια μαζί του, αφού από τα βαθιά του γεράματα ξεχνούσε πράγματα συνέχεια. Έτσι λοιπόν τον λυπήθηκε και αυτή τη φορά του έδωσε σωστές οδηγίες, πιστεύοντας πως θα τις ξεχνούσε και θα χανόταν. Ο γεράκος λοιπόν τις ακολούθησε, όμως μόλις λίγα μέτρα πιο κάτω τις ξέχασε και πήρε λάθος στροφή. Η πινακίδα έσκασε στα γέλια μόλις το κατάλαβε.
Προς μεγάλη της έκπληξη, μόλις λίγα λεπτά αργότερα εμφανίστηκε ο γεράκος, κρατώντας ένα παγούρι γεμάτο δροσερό νερό στα χέρια του. Αυτός της είπε: "Απ' τα βαθιά μου γεράματα ξέχασα τις οδηγίες που μου έδωσες. Στο διάβα μου όμως βρήκα έναν πλάτανο που είχα φυτέψει όταν ήμουνα νέος, στη δροσιά του οποίου κάθισα και θυμήθηκα ακριβώς τη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσω για να φτάσω στην κοντινή πηγή και να πιω νερό για να ξεκουραστώ, όπως ακριβώς έκανα και τότε". Και με αυτά τα λόγια, την αποχαιρέτησε.
Αυτή πάλι μόλις το άκουσε, έγινε κατακόκκινη από ντροπή. Από εκείνη τη μέρα πήρε το μάθημά της, να προσέχει καλά εφ' εξής ποιον κοροϊδεύει.