EΝΑ ΠΑΓΩΤΟ ΣΕ ΚΥΠΕΛΑΚΙ κάποτε ένιωθε πολύ περήφανο για την πολυτελή συσκευασία του και το πόσο περιζήτητο ένιωθε.
Μια μέρα όμως, και έτσι όπως τα φέρνει η τύχη, ξεπουλήθηκαν όλα τα άλλα παγωτά, χωνάκια, ξυλάκια και γρανίτες, και αυτό έμεινε τελευταίο να αναρωτιέται. Με τα πολλά, και αφού είδε πως έπεφτε το σκοτάδι, το έπιασε απογοήτευση μεγάλη και τα παγάκια με τα οποία είχε ξεμείνει μαζί στον πάτο του ψυγείου άρχισαν να το κοροϊδεύουν: «έτσι όπως πας ο περιπτεράς θα ξεπουλήσει μέχρι και μας πριν από σένα».
Αυτό τότε πείσμωσε πολύ και βάλθηκε να αποδείξει την αξία του. Στην πρώτη ευκαιρία που βρήκε την πόρτα του ψυγείου μισάνοιχτη, ξεπήδησε από το ψυγείο και πήρε δρόμο για να πουληθεί σε όποιον θα έδινε τα περισσότερα χρήματα για να το αποκτήσει.
Πρώτο βρήκε έναν έμπορο με παχύ πορτοφόλι, τόσο που του έτρεχαν τα λεφτά απ’ τα μπατζάκια του παντελονιού. Αυτός πάλι, άρχισε να του κάνει παζάρια για να ρίξει την τιμή, ώσπου κάποια στιγμή αυτό πίστεψε πως θα ξεπουλιόταν τσάμπα και με τα πολλά τα παράτησε απογοητευμένο. «Δύσκολοι άνθρωποι οι έμποροι», σκέφτηκε.
Ύστερα βρήκε κι άλλους πλουσίους, όμως κανείς δεν ήταν πρόθυμος να δώσει μια περιουσία για να το αγοράσει, παρά μόνο γελούσαν μαζί του ή του ζητούσαν να το αγοράσουν τσάμπα. «Καλά θα κάνεις να ορίσεις μόνος σου την αξία σου παρά να περιμένεις απ’ τους άλλους», το συμβούλευσε μια μηχανή παγωτού.
Αυτό άκουσε τη συμβουλή της. Πήγε στην κοντινότερη καφετέρια η οποία προσέφερε παγωτό και κάθισε δίπλα στις γεύσεις στο ψυγείο παγωτού, παίρνοντας ένα άδειο ταμπελάκι και γράφοντας πάνω μια πολύ υψηλή τιμή. Όσοι όμως κι αν πέρασαν, κανένας δεν το αγόρασε, παρά μόνο προτίμησαν να φτιάξουν μόνοι τους ένα κυπελάκι απ’ τις γεύσεις του ψυγείου. Άλλοι δε γέλασαν και το βρήκαν περίεργο που βρέθηκε συσκευασμένο παγωτό με δικό του ταμπελάκι πάνω στο ψυγείο.
«Ας με πάρουν όσο πιστεύουν», είπε το κυπελάκι απογοητευμένο και έτσι πήγε σε αίθουσα πλειστηριασμού. Και πάλι όμως, ξεπουλήθηκαν όλα τα αντικείμενα και όταν έφτασε η ώρα του «να βγει στο σφυρί» δεν βρέθηκε κανένας να προσφερθεί να το αγοράσει. Έτσι κι αυτό επέστρεψε στο ψυγείο απούλητο, σίγουρο πως κανένας δεν θα βρισκόταν και ποτέ να το αγοράσει.
Τότε λοιπόν εμφανίστηκε ο περιπτεράς, ο οποίος βλέποντάς το αναφώνησε: «και ‘γω που είπα να κρατήσω το καλύτερο για τον εαυτό μου και νόμισα ότι χάθηκε!». Ύστερα άρπαξε το κυπελάκι και το απόλαυσε ως την τελευταία κουταλιά.