ΜΙΑ ΓΡΑΝΙΤΑ κάποτε έλεγε συνέχεια τα ίδια κρύα αστεία, με τα οποία δεν γελούσε κανείς στο ψυγείο, παρά μόνο η ίδια, χωρίς να καταλαβαίνει τι πραγματικά έφταιγε.
Έτσι μια μέρα που ανέβασε ολόκληρη παράσταση με τα ίδια ανέκδοτα στο ψυγείο, τα άλλα παγωτά ξεπάγιασαν με τα αποτυχημένα αστεία της. «Τουρτουρίσαμε απ’ το κρύο», της είπαν κοφτά στο τέλος της παράστασης και αυτή στενοχωρήθηκε πολύ που δεν βρέθηκε ούτε ένα παγωτό να γελάσει.
Στην πρώτη ευκαιρία λοιπόν που βρήκε την πόρτα του ψυγείου ανοικτή, έδωσε ένα σάλτο και πήδηξε έξω, πιστεύοντας ότι έφταιγε το συγκεκριμένο ψυγείο που είχε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες.
Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, και όποιον έβρισκε στο διάβα της του έλεγε κι από ένα ανέκδοτο. Απογοητεύτηκε όμως ακόμη περισσότερο όταν δεν βρέθηκε ούτε ένας να γελάσει, παρά μόνο όλοι τουρτούριζαν απ’ το κρύο. Αυτό δε που την παραξένεψε ακόμη περισσότερο ήταν ότι εκτός ψυγείου η ζέστη ήταν αφόρητη, και ήταν όντως περίεργο που όλοι τους κρύωναν καθώς τους έλεγε το αστείο. «Ίσως τότε τους πείραξε ο καύσωνας», σκέφτηκε.
Έτσι λοιπόν, έστησε παράσταση με ανέκδοτα στη σκιά ενός πλατάνου, την οποία ήρθαν για να παρακολουθήσουν λογής λογής παγωτά και είδη μπάνιου. Για να φροντίσει μάλιστα πως θα εντυπωσίαζε, έκανε πρόβες ώρες ατελείωτες πριν την παράσταση για να σιγουρευτεί πως θα έλεγε τα αστεία στην εντέλεια. Βέβαια τα αστεία ήταν τα ίδια και απαράλλαχτα με αυτά που έλεγε καιρό τώρα.
Αφού σιγουρεύτηκε πως είχε μαζέψει αρκετούς θεατές, ανέβηκε στο χαμηλότερο κλαδί του πλατάνου για να δώσει παράσταση. Τότε όμως ένιωσε να ντρέπεται, αφού πρώτη φορά στη ζωή της είχε μαζέψει τόσο κόσμο για να ακούσει τα αστεία της. Τόσος ήταν δε ο φόβος της πως δεν θα γελούσαν, που στα μισά του πρώτου αστείου ξέχασε τα λόγια. «Με συγχωρείτε, μάλλον ξέμεινα από αστεία…», τους είπε για να δικαιολογηθεί, όμως για καλή της τύχη τότε βρέθηκε ένα παγωτό χωνάκι το οποίο της προσέφερε ένα βιβλίο με ανέκδοτα που δεν είχε διαβάσει ποτέ στη ζωή της.
Αυτή τότε αναθάρρεψε και απλά άρχισε να διαβάζει τα ανέκδοτα από μέσα, βάζοντας όμως χρώμα στη φωνή της για να τα κάνει να ακούγονται αστεία. Μόλις τελείωσε το πρώτο ανέκδοτο, τα παγωτά λύθηκαν στα γέλια. «Κι άλλο, κι άλλο…!», της είπαν και έτσι πέρασαν όλο το βράδυ λέγοντας ανέκδοτα τα οποία η γρανίτα μάθαινε για πρώτη φορά και τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με τα κρύα ανέκδοτα που επαναλάμβανε παλιότερα.
Από εκείνη τη μέρα λοιπόν, και αφού ανανέωσε πλήρως το ρεπερτόριό της και εισέπραξε ένα μεγάλο χειροκρότημα για τις επιδόσεις της στην παράσταση, τους μάγεψε όλους με το χιούμορ της, εντός και εκτός ψυγείου.