ΜΙΑ ΧΙΟΝΟΜΠΑΛΑ ΚΑΠΟΤΕ είχε την κακή συνήθεια να λέει ψέμματα για να καλύπτει τις μικρές τις αταξίες. Και ενώ οι άλλες μπάλες την είχαν καταλάβει και δεν την εμπιστεύονταν ό,τι κι αν τους έλεγε, αυτή δυσκολευόταν πολύ να αλλάξει τρόπους αφού πίστευε πως τα ψέματά της δεν πείραζαν κανέναν.
Ώσπου μια μέρα που οι άλλες χιονόμπαλες ήταν απασχολημένες, αυτή σκέφτηκε να πάει να παίξει με τον χιονάνθρωπο που με πολύ κόπο είχαν χτίσει. "Μα τι ωραία και μεγάλη μύτη, σαν του Πινόκιο!", αναφώνησε μόλις είδε το καρότο που είχαν βάλει για μύτη στον χιονάνθρωπο και έκανε να την πιάσει. Καθώς όμως τεντώθηκε, από απροσεξία έπεσε πάνω στον χιονάνθρωπο και τον έριξε κάτω, κάνοντάς τον κομμάτια.
"Δεν θα το πω σε κανέναν...", σκέφτηκε και μάζεψε τα πράγματα του χιονάνθρωπου από κάτω. Έπειτα έκρυψε τα ξυλάκια που είχε για χέρια κάτω απ'το χιόνι ώστε να μην τα βρει κανένας και την κατηγορήσει. Για το καρότο, το κασκόλ και το σκουφί του χιονάνθρωπου όμως σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα να τα έκρυβε κάπου που να δυσκολευτούν πολύ οι άλλες μπάλες να τα βρουν. Έτσι λοιπόν τα έκρυψε σε μια άδεια σπηλιά την οποία οι άλλες χιονόμπαλες ποτέ δεν πλησίαζαν, αφού είχαν ακούσει πως εκεί κατοικούσε μια τρομακτική αρκούδα με μεγάλα δόντια.
Μόλις όμως γύρισε στις άλλες χιονόμπαλες, αυτές παραξενεύτηκαν που δεν είδαν πουθενά τον χιονάνθρωπο και σκέφτηκαν να την ρωτήσουν μη τυχόν γνώριζε τι είχε συμβεί. Από ντροπή λοιπόν και για να μην την υποψιαστεί κανένας, τους είπε ψέμματα πως τάχα πέρασε ένας λαγός και έριξε κάτω τον χιονάνθρωπο για να του πάρει το καρότο. Τρομοκρατήθηκαν πολύ μόλις το άκουσαν.
"Αυτό σημαίνει πόλεμο!", αναφώνησε η αρχηγός των χιονόμπαλων και μοίρασε στις άλλες χιονόμπαλες ξύλα για όπλα. Έπειτα τις έστειλε μέσα στο χιονισμένο δάσος με σκοπό τον πρώτο λαγό που θα έβρισκαν, να τον δέσουν και να τον φέρουν ζωντανό μπροστά της ώστε να τον ανταλλάξουν με τα κλεμμένα αντικείμενα.
Έτσι κι έγινε. Τον πρώτο λαγό που βρήκαν, του επιτέθηκαν και τον έδεσαν με σχοινιά. Αφού τον κουβάλησαν μέχρι την κατασκήνωσή τους, η χιονόμπαλα - αρχηγός άρχισε να τον ανακρίνει. Αυτός της εξήγησε πως δεν ήταν όποιος κι όποιος, αλλά λαγός - πρίγκιπας και σίγουρα ο πατέρας του, ο βασιλιάς των λαγών, θα τους κήρυσσε τον πόλεμο μόλις μάθαινε ότι είχαν πιάσει αιχμάλωτο το γιο του.
Μόλις κατάλαβε τι χαμό είχε προκαλέσει, η χιονόμπαλα έτρεξε στην σπηλιά να φέρει πίσω το καρότο για να γλιτώσει τα χειρότερα. Εκεί όμως είδε την αρκούδα με τα μεγάλα δόντια, η οποία κοιμόταν του καλού καιρού. Με αργές, προσεκτικές κινήσεις την πλησίασε και άρπαξε το καρότο. Το κασκόλ όμως και το σκουφί δεν τα πλησίασε, αφού τα είχε πλακώσει η αρκούδα στον ύπνο της.
Έπειτα γύρισε πίσω στην κατασκήνωση των χιονόμπαλων και παρέδωσε το καρότο, τάχα πως το βρήκε μέσα στο χιόνι. "Το κασκόλ και το σκουφί του χιονάνθρωπου;", ρώτησαν οι άλλες χιονόμπαλες και αρνήθηκαν να ελευθερώσουν τον λαγό, ο οποίος επέμεινε πως δεν είχε κλέψει ποτέ και τίποτα. "Δεν ξέρω...", τους απάντησε η χιονόμπαλα.
Τότε η χιονόμπαλα - αρχηγός μάζεψε τις άλλες χιονόμπαλες και τους ανακοίνωσε το σχέδιό της: θα έπαιρναν τα όπλα και το ίδιο βράδυ που θα χιόνιζε θα έκαναν επίθεση στο δάσος, με στόχο να βρουν τον ίδιο τον βασιλιά των λαγών και να τον αναγκάσουν να παραδώσει το κασκόλ και το σκουφί. Μόλις το άκουσε η καλή μας χιονόμπαλα κατάλαβε πως το ψέμα της ήταν ικανό να φέρει μεγάλη καταστροφή στο δάσος.
Έτσι λοιπόν αποφάσισε να επιστρέψει στην σπηλιά. Αυτή τη φορά όμως, και καθώς τράβηξε το κασκόλ και το σκουφί απ' την αρκούδα, αυτή ξύπνησε. "Καλύτερα να του δίνω...", φώναξε αυτή τρομαγμένη μόλις είδε την αρκούδα να της χαμογελάει και άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Η αρκούδα φόρεσε το κασκόλ και το σκουφί και την πήρε ξωπίσω.
Οι δυο τους έτρεξαν και έτρεξαν, ώσπου κάποια στιγμή έφτασαν στην κορυφή του χιονισμένου βουνού. Όσο όμως η χιονόμπαλα έτρεχε, τόσο περισσότερο χιόνι μάζευε από κάτω και μεγάλωνε σε μέγεθος. Ώσπου κάποια στιγμή έγινε τόσο μεγάλη τόσο που δυσκολευόταν πολύ να τρέξει.
Τότε η αρκούδα την οδήγησε σε ένα φαράγγι, απ' το οποίο θα δυσκολευόταν πολύ να ξεφύγει αφού θα έπρεπε να πηδήξει απέναντι. Αυτή για να σωθεί λοιπόν πήρε τον κορμό ενός δέντρου και τον τοποθέτησε ώστε να κάνει "γέφυρα" στο φαράγγι. Τέτοιο ήταν το βάρος της όμως, που καθώς περπατούσε πάνω στον κορμό, αυτός άρχισε να ραγίζει. Οι άλλες χιονόμπαλες που τόση ώρα έδιναν μάχη με τους λαγούς στο χιόνι, μόλις κατάλαβαν τι είχε συμβεί έστρεψαν τα βλέμματά τους προς το μέρος της.
Δίχως να το πολυσκεφτεί η αρκούδα έκανε να την πλησιάσει πατώντας την άκρη του κορμού. Αυτός όμως έσπασε απ' το πολύ βάρος και τις έριξε και τις δυο κάτω. Η καλή μας χιονόμπαλα έπεσε σε μια τόση δα λιμνούλα και καθαρίστηκε απ' τα χιόνια που είχε μαζέψει, ενώ η αρκούδα κρεμάστηκε απ' τα κλαδιά ενός κοντού δέντρου.
"Η αρκούδα έχει το κασκόλ και το σκουφί του χιονάνθρωπου!", αναφώνησαν οι χιονόμπαλες. Μαζί και οι λαγοί, οι οποίοι άρχισαν να κουνούν το δέντρο ώστε να ρίξουν την αρκούδα κάτω.
"Νομίζω ήρθε η ώρα να σας εξηγήσω", τους είπε η χιονόμπαλα καθώς βγήκε απ' τη λιμνούλα και παραδέχθηκε το ψέμμα της, καθώς οι λαγοί έδεναν την αρκούδα στο δέντρο. Αφού της πήραν το κασκόλ και το σκουφί, το έδωσαν στις χιονόμπαλες για να αποδείξουν ότι δεν έφταιγαν αυτοί.
Έπειτα η χιονόμπαλα τους εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια τι πραγματικά είχε συμβεί και πως από ένα τόσο δα μικρό ψεμματάκι κατάφερε να προκαλέσει τόσο μεγάλο χαμό και να μπει σε κίνδυνο. Αφού άκουσαν με κάθε προσοχή τι είχε να τους πει, οι άλλες χιονόμπαλες και οι λαγοί την συγχώρεσαν με έναν και μόνο απαράβατο όρο: να μην ξαναπεί ποτέ ψέμματα, έστω και για το παραμικρό.
Και πράγματι από εκείνη τη μέρα άλλαξε τους τρόπους της και δεν ξαναείπε ψέμμα για κανένα λόγο.