ΕΝΑΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΜΑΡΚΑΔΟΡΟΣ κάποτε τσακωνόταν συνέχεια με τα άλλα σχολικά είδη στην τάξη, συχνά για ασήμαντους και μικρούς λόγους. Έπειτα πάλι του περνούσε, όμως τα άλλα σχολικά είδη τον θεωρούσαν δύστροπο και τον απέφευγαν. Έτσι λοιπόν συχνά έμενε μόνος του στα διαλείμματα και στα παιχνίδια στο προαύλιο, αφού κανένας δεν τον ήθελε για παρέα και κανένας δεν τον έπαιζε από φόβο μη τσακωθεί μαζί του.
Το κακό λοιπόν παράγινε, όταν μια μέρα η δασκάλα ζήτησε από το σφουγγάρι να καθίσει μαζί του στο ίδιο θρανίο. Ο μαρκαδόρος όμως, που τόσο καιρό είχε συνηθίσει τη μοναξιά του, πίστεψε πως το σφουγγάρι θα τον στρίμωχνε και θα του έπαιρνε τα πράγματά του χωρίς να τον ρωτήσει. Έτσι λοιπόν, με το που το καλωσόρισε, ζωγράφισε κατευθείαν μια κόκκινη γραμμή στο θρανίο για να το χωρίσει στα δυο. "Από εκεί είναι η δικιά σου μεριά", του είπε, και συνέχισε: "θα έχουμε την κόκκινη γραμμή σαν σύνορο μεταξύ μας".
Το σφουγγάρι παρεξηγήθηκε μόλις είδε τη γραμμή, και έτσι, πέρασαν ολόκληρες εβδομάδες χωρίς οι δυο τους να ανταλλάξουν ούτε μιλιά, μα ούτε και βλέμμα, κι ας κάθονταν δίπλα δίπλα. Ο μαρκαδόρος πάλι, που είχε συνηθίσει να τσακώνεται με τους άλλους, άρχισε να ζωγραφίζει κόκκινες γραμμές όπου κι αν πήγαινε για να μην τον ενοχλούν. Και τα άλλα σχολικά είδη απορούσαν μόλις τις έβλεπαν, αλλά δεν τον πλησίαζαν.
Ώσπου μια μέρα, αποφάσισαν όλα μαζί να παίξουν ποδόσφαιρο στο προαύλιο του σχολείου. Άρχισαν να κλοτσούν τη μπάλα αναμεταξύ τους και να ανταλλάσσουν πάσες, αλλά κανείς δεν έδινε τη μπάλα στον κόκκινο μαρκαδόρο. Όταν τελικά έφτασε η μπάλα στα πόδια του, αυτός έκανε τα πάντα για να την κρατήσει όσο περισσότερο μπορούσε. Άρχισε λοιπόν να τρέχει για να φτάσει στο αντίπαλο τέρμα, και να βάλει αυτός το γκολ μόνος του. Μόλις όμως είδε να πλησιάζουν προς το μέρος του ο χάρακας, η ξύστρα, το στυλό και ο υπολογιστής τσέπης, όλοι με την αντίθετη ομάδα, για να του κλέψουν την μπάλα, τρομοκρατήθηκε και άρχισε να ζωγραφίζει κόκκινες γραμμές στο έδαφος. Έτσι λοιπόν σχεδίασε ένα τετράγωνο, αφού ο χάρακας ερχόταν να του κλέψει την μπάλα από μπροστά, η ξύστρα από δεξιά, το στυλό από αριστερά, και ο υπολογιστής τσέπης από πίσω.
Μόλις το είδαν, όλα τα σχολικά είδη απόρησαν. Κανένα δεν τόλμησε να πατήσει τις κόκκινες γραμμές, αφού ήξεραν πως αν το έκαναν, θα ήταν σίγουρος ο τσακωμός με τον μαρκαδόρο. Και αυτός πάλι, έμεινε εγκλωβισμένος μέσα σε αυτό με τη μπάλα στα πόδια, αφού ήξερε πως αν περνούσε τις κόκκινες γραμμές, θα του την έκλεβαν.
Και έτσι η ώρα πέρασε, και τα σχολικά είδη απογοητεύτηκαν που σταμάτησε το παιχνίδι τους με αυτό τον παράδοξο τρόπο. Αφού είδαν πως κόντευε νύχτα, άρχισαν να φεύγουν. Και έτσι, καθώς ο ήλιος έδυσε ο μαρκαδόρος έμεινε ολομόναχος με τη μπάλα στα πόδια του, αλλά και χωρίς συμπαίκτες για να παίξει.
"Εγκλωβίστηκα... δεν είναι κανείς εδώ να με απελευθερώσει;", φώναξε, και το πήρε απόφαση ότι τον είχαν αφήσει μόνο του μέσα στο κόκκινο τετράγωνο. Από πείσμα όμως και μόνο δεν έλεγε να περάσει τις κόκκινες γραμμές που είχε ζωγραφίσει για να βγει. Ώσπου κάποια στιγμή άκουσε τις φωνές του το σφουγγάρι, και ήρθε προς το μέρος του. Τότε αυτός το παρακάλεσε: "Μια χάρη σου ζητώ, σβήσε τις κόκκινες γραμμές για να ελευθερωθώ".
"Εγώ λέω, αντί να σβήσουμε τις κόκκινες γραμμές, να ζωγραφίσουμε κι άλλες ώστε να παίξουμε τρίλιζα", του απάντησε αυτό, και έπειτα άπλωσε το χέρι του μέσα στο κόκκινο τετράγωνο για να τον βοηθήσει να βγει. Αυτός ανακουφίστηκε πολύ που βρέθηκε επιτέλους κάποιος να τον βγάλει από το αδιέξοδο.
Έπειτα ζωγράφισε άλλες οκτώ γραμμές στις άκρες του τετράγωνου, όσες ακριβώς χρειάζονταν για να παίξουν μαζί τρίλιζα, και σημάδευε με «Ο» ή «Χ» τις κινήσεις του κάθε παίκτη. Μόλις δε συμπληρώθηκαν τρία «Χ» στη σειρά, τράβηξε μια μεγάλη κόκκινη γραμμή για να τα ενώσει.
Και οι δυο τους ευχαριστήθηκαν τόσο πολύ το παιχνίδι τους εκείνη τη μέρα που έγιναν φίλοι αχώριστοι. Ο κόκκινος μαρκαδόρος πάλι πήρε το μάθημά του, αφού κατάλαβε πως οι κόκκινες γραμμές είναι πιο χρήσιμες όταν ενώνουν παρά όταν χωρίζουν.