ΜΙΑ ΑΝΤΗΛΙΑΚΗ ΚΡΕΜΑ κάποτε ήταν ιδιαίτερα περιζήτητη κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, αφού οι άνθρωποι τη χρησιμοποιούσαν συνέχεια για να προστατεύονται απ’ τις ακτίνες του ηλίου κάθε φορά που πήγαιναν για μπάνιο.
Όσο περιζήτητη και δημοφιλής όμως ήταν τα καλοκαίρια, άλλο τόσο δεν την έψαχνε κανείς τις άλλες εποχές του χρόνου. «Βαριά η ανεργία ε;», τη ρώτησαν ειρωνικά μια ωραία μέρα του Σεπτέμβρη οι άλλες κρέμες προσώπου στο ράφι με τα καλλυντικά και αυτή απογοητεύτηκε πολύ, αφού κάθε φορά που η νοικοκυρά άνοιγε το ντουλάπι, την αγνοούσε επιδεικτικά.
Έτσι κι αυτή βάλθηκε να αποδείξει στις άλλες κρέμες την αξία της. Αφού έριξε λοιπόν ένα σάλτο απ’ το ντουλάπι, όσο η νοικοκυρά δεν έβλεπε πήγε και στάθηκε στο κομοδίνο δίπλα απ’ το κρεβάτι της ώστε να την μπερδέψει. Έτσι κι αυτή, που τόσο είχε κουραστεί απ’ τις δουλειές της μέρας και με τα μάτια της να κλείνουν απ’ τη νύστα, μπερδεύτηκε και αντί για κρέμα νυκτός άπλωσε στο πρόσωπό της την αντηλιακή. Μόλις όμως μετά από λίγο αντίκρισε το μπουκαλάκι και κατάλαβε τι έκανε, γέλασε δυνατά με το πάθημά της. «Να δεις που θα μου λείπει η θάλασσα», είπε και ύστερα τοποθέτησε το μπουκαλάκι της αντηλιακής πίσω στο ντουλάπι με τις άλλες κρέμες. Αυτές έσκασαν στα γέλια με το πάθημά της.
Την επόμενη μέρα, η αντηλιακή πεισμωμένη πήρε δρόμο από το σπίτι για να βρει κανονική δουλειά να τις εντυπωσιάσει. Αφού περπάτησε αρκετά στους δρόμους της πόλης, βρήκε ένα σαλόνι ομορφιάς και μπήκε μέσα. Για να σιγουρευτεί μάλιστα πως κάποιος δεν θα διαβάσει τη συσκευασία της, έσβησε τα γράμματα πάνω της με μαρκαδόρο και τοποθετήθηκε δίπλα σε μια κυρία η οποία εκείνη τη στιγμή έκανε κουρά ομορφιάς. Η υπάλληλος ύστερα άπλωσε την αντηλιακή πάνω στην κυρία, η οποία είχε τα μάτια της κλειστά και δεν κατάλαβε τίποτα. Μόλις όμως της έβαλε και δυο αγγουράκια στα μάτια και την πήρε η μυρωδιά, αυτή πετάχτηκε στον αέρα. «Τζατζίκι μου βάζεις στο πρόσωπο;», ρώτησε την υπάλληλο αυστηρά, πετώντας τα αγγουράκια στο πάτωμα. Αυτή πάλι, μόλις κατάλαβε ότι της είχε βάλει αντηλιακή, ντράπηκε αλλά και θύμωσε τόσο που πέταξε το μπουκαλάκι απ’ το παράθυρο.
Έτσι η καλή μας αντηλιακή συνέχισε να περιπλανιέται, προσφέροντας τις υπηρεσίες της σε τουρίστες και περαστικούς, οι οποίοι όμως την αγνοούσαν, αφού ο ήλιος του Φθινοπώρου δεν έκαιγε όπως του καλοκαιριού. Όταν με τα πολλά δε μαζεύτηκαν και σύννεφα στον ουρανό, αυτή σκέφτηκε να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια. Τότε την βρήκε ένας κλόουν, ο οποίος εκείνη τη στιγμή ετοιμαζόταν να κάνει νούμερο στο δρόμο, και τη ρώτησε τι έχει.
«Τα καλοκαίρια γίνομαι ανάρπαστη και δεν προλαβαίνω να πάρω ανάσα. Τις άλλες εποχές πάλι, δυσκολεύομαι πολύ να βρω δουλειά», του είπε η αντηλιακή. Αυτός πάλι, συγκινημένος, της ζήτησε να συνεργαστούν: εφόσον είχε ξεμείνει από άσπρη μπογιά, πασαλείφθηκε ολόκληρος με αντηλιακό και βγήκε να κάνει το νούμερο έτσι μπροστά στον κόσμο, πιστεύοντας ότι δεν θα προλάβει να στεγνώσει.
Και πράγματι, το κόλπο τους δούλεψε, όμως για κακή τους τύχη, μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν στον ουρανό τελευταία στιγμή, και οι πρώτες σταγόνες της βροχές ξέβγαλαν την αντηλιακή απ’ το πρόσωπο του κλόουν. Τα παιδάκια που είχαν μαζευτεί τριγύρω τους έμειναν έκπληκτα. «Με ψεύτικη μπογιά βάφτηκε!», αναφώνησαν και η αντηλιακή ντράπηκε τόσο που πήγε και κρύφτηκε πίσω από έναν κάδο σκουπιδιών για να προφυλαχτεί απ’ τη βροχή. «Τι πιο ταιριαστό μέρος για μια αντηλιακή τέτοια εποχή», της είπαν προς μεγάλη της έκπληξη τα σκουπίδια μέσα στον κάδο κι αυτή έβαλε τα κλάματα μόλις το άκουσε, πιστεύοντας πως μόνο τα καλοκαίρια αναγνώριζαν την αξία της.
Δεν πρόλαβε καλά να σκουπίσει τα δάκρυά της, και εμφανίστηκε ένας ψαράς, ο οποίος την περιμάζεψε και την έβαλε στην τσάντα του. Από τότε τη χρησιμοποιεί κάθε μέρα που πηγαίνει στη θάλασσα για ψάρια με τη βάρκα του για να προστατευτεί από τον ήλιο, όλες τις εποχές του χρόνου.