ΜΙΑ ΠΕΝΑ κάποτε σε ένα σχολείο αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία. Διάβαζε όλων των ειδών τα βιβλία, μα περισσότερο απ' όλα αγαπούσε τα μυθιστορήματα, που ήταν πολλές σελίδες και μέσα τους χωρούσαν οι πιο μεγάλες ιστορίες. Ευχόταν λοιπόν πως κάποια μέρα θα γινόταν και η ίδια συγγραφέας, και με κάθε καινούριο βιβλίο που διάβαζε γέμιζε ιδέες.
Έτσι λοιπόν μια μέρα, σκέφτηκε να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα. "Θα γίνω συγγραφέας!", ανακοίνωσε στα άλλα σχολικά είδη γεμάτη ενθουσιασμό. Αυτά πάλι, απόρησαν με αυτό που άκουσαν, αφού ως τότε μόνο διάβαζε βιβλία, και δεν είχε μπει στον κόπο να τους παρουσιάσει κάτι που να είχε γράψει η ίδια.
Η πένα δεν έχασε καθόλου χρόνο: πήγε στο κοντινό βιβλιοπωλείο και προμηθεύτηκε τόνους χαρτιά, τα οποία κουβάλησε μέχρι το γραφείο της. Έπειτα έπιασε το πρώτο κομμάτι χαρτί και άρχισε να γράφει. Μόλις όμως έγραψε την πρώτη παράγραφο ένιωσε να προβληματίζεται πολύ.
"Μα πως να το συνεχίσω;", αναρωτήθηκε, και περιεργάστηκε τρόπους για να προχωρήσει την ιστορία της. Κάθε φορά όμως που έγραφε μια καινούρια πρόταση, ένιωθε πως δεν είχε έμπνευση για να τη συνεχίσει. Έτσι έγραφε συνεχώς λέξεις και μετά τις έσβηνε για να γράψει κάτι άλλο στη θέση τους, χωρίς να καταλήγει κάπου.
Ώσπου κάποια στιγμή το πήρε απόφαση ότι το γράψιμό της δεν προχωρούσε. "Ίσως δεν είναι η μέρα μου...",σκέφτηκε, και πλησίασε στο παράθυρο για να πάρει αέρα. Εκεί είδε μια κουκουβάγια που είχε φωλιάσει στα κλαδιά του απέναντι δέντρου, και σκέφτηκε να τη ρωτήσει.
"Καλή μου κουκουβάγια, έχω χιλιάδες ιστορίες στο μυαλό μου, αλλά κάθε φορά που κάθομαι να γράψω κάτι στο χαρτί αυτό δεν προχωράει", της είπε.
"Αν πραγματικά θέλεις να γίνεις συγγραφέας, θα πρέπει να βουτήξεις στις λέξεις και να τις αφήσεις να σε παρασύρουν όπως το ορμητικό ποτάμι παρασέρνει ό,τι βρίσκεται στο διάβα του", της είπε η κουκουβάγια.
"Μα δεν ξέρω κολύμπι!", της απάντησε η πένα, η οποία δεν κατάλαβε τι ακριβώς εννοούσε. Η κουκουβάγια όμως δε στάθηκε να της απαντήσει, παρά μόνο πέταξε μακριά.
Μόλις η καλή μας πένα γύρισε στο δωμάτιό της, έπιασε πάλι τα χαρτιά της για να αρχίσει να γράφει. Μετά από λίγη ώρα όμως, και αφού είδε πως πάλι δεν προχωρούσε παρακάτω, σκέφτηκε αντί να ανοίξει άλλο βιβλίο, να ξαναδιαβάσει τι είχε ήδη γράψει. Και έτσι, καθώς διάβαζε μια - μια τις λέξεις, ένιωθε να την τραβάνε μέσα στην ιστορία της, και να την προσκαλούν να βουτήξει.
"Τώρα κατάλαβα τι εννοούσε η κουκουβάγια!", είπε η καλή μας πένα, και συνέχισε να γράφει όπως την οδηγούσαν οι λέξεις. Έπειτα πρόσθεσε κι άλλες λέξεις στο χαρτί, οι οποίες την παρέσυραν με τη σειρά τους να προχωρήσει την ιστορία της παρακάτω. Και ούτε καν κατάλαβε πώς περνούσε η ώρα, αφού το γράψιμό της έμοιαζε με χείμαρρο ορμητικό που παρέσερνε τα πάντα στο διάβα του.
Μήνες ολόκληρους αργότερα, και αφού η πένα αποφάσισε να αφιερώνει συγκεκριμένες ώρες κάθε μέρα ώστε να μην ξεχνιέται από τις άλλες της ασχολίες, κατάφερε να ολοκληρώσει το πρώτο της βιβλίο. Τα άλλα σχολικά είδη την καταχειροκρότησαν μόλις τους το παρουσίασε, και της ζήτησαν να τους υπογράψει από ένα αντίτυπο ώστε να έχουν ο καθένας και από μια αφιέρωση για όταν θα γινόταν διάσημη.
Φήμες λένε πως όταν η καλή μας πένα μεγάλωσε έγινε ξακουστή συγγραφέας, της οποία τα λογοτεχνικά βιβλία έγιναν ανάρπαστα στους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους.