ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ ΠΑΠΠΟΥΣ ΚΑΠΟΤΕ φύτεψε μια βελανιδιά στον κήπο του σπιτιού για τον εγγονό του. Πότιζε το δέντρο και το περιποιούνταν κάθε μέρα μαζί με τον εγγονό του και του έδειχνε όλη την απαραίτητη φροντίδα ώστε αυτό να αρχίσει να ψηλώνει και να βγάλει κλωνάρια. Ο κορμός του δέντρου όμως, όπως πολλές φορές συμβαίνει, άρχισε να γέρνει ώστε να το φτάνουν καλύτερα οι αχτίδες του ηλίου.
Βλέποντάς το ο εγγονός νόμισε πως το δέντρο που φύτεψε ο παππούς του ήταν άρρωστο. Τότε αυτός για να τον καθησυχάσει του είπε: «Η βελανιδιά που αντιστέκεται στον άνεμο χάνει τα κλαδιά της και όταν πλέον δεν μείνει τίποτα να την προστατεύσει, ο κορμός της σαπίζει και το δέντρο πεθαίνει. Η βελανιδιά πάλι που λυγίζει μαζί με τον άνεμο, αναπτύσσει δυνατές ρίζες και κλωνάρια που δεν σπάνε».
Πέρασαν χρόνια από τότε, και ήρθε η ώρα που ο παππούς βρέθηκε στα τελευταία του. Ο εγγονός του έδωσε το τελευταίο φιλί στο μέτωπο και τον αποχαιρέτησε πριν αυτός αφήσει την τελευταία του πνοή στο κρεβάτι του. Μόλις βγήκε από το σπίτι, άρχισε να φυσάει ένας άνεμος τόσο δυνατός που στο πέρασμά του έπαιρνε τις ξύλινες σκεπές των σπιτιών. Τα δέντρα από το δυνατό φύσημα έριξαν όλα τους τα φύλλα, ενώ πολλά κλαδιά έσπασαν και παρασύρθηκαν από τη θύελλα, με αποτέλεσμα να σπάσουν τα τζάμια των κτιρίων και να προκαλέσουν λογής λογής ζημιές.
Αυτός τότε έτρεξε στον κήπο να προστατευτεί, βρίσκοντας καταφύγιο στην πέτρινη αποθήκη. Για να αποφύγει μάλιστα τη σκόνη που είχε σηκωθεί, έκλεισε τα μάτια και περίμενε υπομονετικά μέχρι να σταματήσει το βουητό της θύελλας. Όταν τα άνοιξε, αντίκρισε ένα απρόσμενο θέαμα: όλα τα δέντρα, μικρά και μεγάλα, είχαν χάσει όλα τους τα φύλλα. Τα περισσότερα είχαν σπασμένα κλωνάρια, σε άλλα είχε σπάσει ο κορμός, ενώ μερικά είχαν ξεριζωθεί τελείως. Το μόνο δέντρο που έστεκε αγέρωχο και κρατούσε ακόμα την φυλωσιά του ήταν η βελανιδιά που του είχε κάνει δώρο ο παππούς του.