EΝΑ ΒΕΡΙΚΟΚΟ κάποτε αγαπούσε πολύ τις λιχουδιές. Έτρωγε όλων των ειδών τα γλυκά, από σοκολάτες και μιλφέηγ μέχρι ζαχαρωτά και μαλλί της γριάς, και τα απολάμβανε μέχρι την τελευταία μπουκιά. Περισσότερο όμως απ’ όλα, του άρεσαν τα ντόνατ, με επικάλυψη σοκολάτα ή φράουλα, ή και χωρίς.
«Αφού σου αρέσουν τόσο πολύ τα γλυκά, γιατί δεν ανοίγεις ένα ζαχαροπλαστείο;», τον ρώτησε μια μέρα μια φράουλα, η οποία αγαπούσε και αυτή πολύ τις λιχουδιές, αλλά προσπαθούσε να τις αποφεύγει για να χάσει κιλά.
«Πολύ ωραία η ιδέα σου!», της είπε το βερίκοκο, το οποίο σκέφτηκε πως αν όντως άνοιγε ένα ζαχαροπλαστείο, θα μπορούσε να τρώει όσα γλυκά ήθελε, όποτε ήθελε, χωρίς να το κρίνει κανένας. Μετά από λίγο όμως θυμήθηκε πως δεν ήξερε να μαγειρεύει, παρά μόνο να τρώει τα γλυκά, και έτσι δεν θα μπορούσε να ανοίξει δικό του κατάστημα.
Έτσι λοιπόν σκέφτηκε το εξής: θα αγόραζε τα γλυκά από κάποιο άλλο και θα έστηνε έναν πάγκο στον κήπο ώστε να τα μεταπουλήσει. Έτσι και έγινε: επισκέφτηκε όλα τα ζαχαροπλαστεία της περιοχής, και αφού μελέτησε καλά τις τιμές, διάλεξε αυτό που το σύμφερε περισσότερο. Έπειτα πήρε ένα καρότσι και πήγε να το φορτώσει με εμπορεύματα. Μόλις όμως αντίκρισε τα αγαπημένα του ντόνατ, χωρίς να το πολυσκεφτεί γέμισε όλο το καρότσι με αυτά, και δεν πήρε ούτε ένα κομμάτι από τα άλλα γλυκά του ζαχαροπλαστείου. «Αν δεν αρέσουν στα άλλα φρούτα και λαχανικά, τότε θα τα φάω όλα εγώ», είπε πηγαίνοντάς τα στο ταμείο.
Έπειτα γύρισε πίσω στον κήπο, όπου έστησε πάγκο κάτω από την δροσιά ενός δέντρου. «Εδώ τα καλά ντόναατ...!», φώναζε για να το ακούσουν τα άλλα φρούτα και λαχανικά.
«Το βερίκοκο πουλάει ντόνατ...!», άρχισαν να κουτσομπολεύουν αυτά μεταξύ τους. «Μάλλον έφαγε καλά καλά και μας πουλάει ό,τι περίσσεψε», σχολίαζαν διστακτικά, και αναρωτιόντουσαν αν πρέπει να αγοράσουν ή όχι, αφού το βερίκοκο είχε τη φήμη μεγάλου λιχούδη που τα έτρωγε όλα πριν προλάβει άλλος να απλώσει.
Αυτό πάλι, αφού είδε πως η ώρα περνούσε και δεν ερχόταν κανείς, άρχισε να λιγουρεύεται τα ντόνατ. «Ας φάω ένα», σκέφτηκε, και δάγκωσε ένα κομμάτι. Έπειτα το ένα κομμάτι έγινε δυο, τα δυο τρία, ώσπου σιγά σιγά τα ντόνατ άρχισαν να εξαφανίζονται από τον πάγκο. Όταν μετά από λίγη ώρα εμφανίστηκαν τα πρώτα φρούτα και λαχανικά για να αγοράσουν, απόρησαν με το θέαμα.
«Δυστυχώς τα έφαγα όλα...», τους είπε αυτό, με την κοιλιά παραφουσκωμένη. Στον πάγκο πάλι, δεν είχε μείνει ούτε ένα ντόνατ, παρά μόνο ψίχουλα.
Μόλις τα άλλα φρούτα και λαχανικά κατάλαβαν τι είχε συμβεί, ξέσπασαν σε γέλια. «Δεν είσαι λιχούδης, είσαι λαίμαργος», είπαν στο βερίκοκο. Αυτό πάλι, κατακόκκινο από ντροπή και με το στομάχι πρησμένο από τα πολλά ντόνατ, αποφάσισε από εδώ και πέρα να τρώει λιγότερα γλυκά.