Ένα τάπερ ταραμά κάποτε αγαπούσε πολύ να μασάει τσίχλα. Τόσο πολύ μάλιστα του άρεσε να μασάει, που είχε μονίμως στην τσέπη του ένα μικρό σακουλάκι από δαύτες, ενώ δεν έφτυνε αυτή που είχε στο στόμα του ακόμα και όταν κάποιος του μιλούσε, παρά μόνο έκανε μικρές μικρές τσιχλόφουσκες.
"Είναι ασέβεια", του έλεγαν τα άλλα σαρακοστιανά, λαγάνες, πίκλες και χαλβάδες, "να μασάς τσίχλα όταν σου μιλάνε". Αυτό πάλι δεν πτοούνταν με τίποτα, παρά μόνο συνέχιζε να μασουλάει σαν να έκανε κάτι σπουδαίο.
"Θέλω πάντα να έχω την ανάσα μου φρέσκια", έλεγε στα άλλα σαρακοστιανά για να δικαιολογηθεί. Αυτά όμως ήξεραν πως προτιμούσε τις τσίχλες με ζάχαρη, οι οποίες ήταν μεν νόστιμες αλλά χαλούσαν τα δόντια του. Όταν πάλι του ζητούσαν να μοιραστεί μαζί τους, αυτό τους έλεγε πως είχε ξεμείνει και πως μασούσε την τελευταία.
Μια ωραία μέρα που όλα τα σαρακοστιανά είχαν μαζευτεί για να οργανώσουν παιδικό πάρτυ και έφερε ο καθένας από κάτι μικρό, το τάπερ με τον ταραμά εμφανίστηκε στην πόρτα με άδεια χέρια. "Ελπίζω να σας αρκεί η παρουσία μου", τους είπε, μασώντας ως συνήθως μια τσίχλα. Αυτά πάλι το υποδέχθηκαν όπως και να 'χε.
Όταν όμως κάποια στιγμή έβγαλαν να φουσκώσουν ο καθένας από ένα μπαλόνι, το τάπερ ζήλεψε πολύ είχε έρθει απροετοίμαστο. Έτσι λοιπόν ζήτησε από τα άλλα σαρακοστιανά να του δώσουν το δικό τους, αλλά δεν βρέθηκε ούτε ένας, αφού όλοι θυμόντουσαν πως μονίμως μασούσε τσίχλα όταν του μιλούσαν αλλά ποτέ του δεν τους έδινε.
"Δεν πειράζει, έχω την τσίχλα μου", είπε, και του μπήκε η ιδέα να αρχίσει να φυσάει αέρα μέσα στην τσίχλα που είχε στο στόμα του. Αυτή άρχισε να φουσκώνει και να γίνεται σαν μπαλόνι, τόσο που τα άλλα σαρακοστιανά απόρησαν αν θα φτάσει ως το ταβάνι. Το τάπερ πάλι πίστεψε πως η φούσκα θα γινόταν τόσο μεγάλη που θα το έπαιρνε ψηλά μαζί της και θα πετούσαν πάνω απ' τα μπαλόνια των άλλων. Προς μεγάλη έκπληξη όλων όμως, η τσίχλα έσπασε από το πολύ φύσημα και το τάπερ γέμισε με τα ροζ κομματάκια της σε όλο του το πρόσωπο.
Και έτσι, το πάθημα του έγινε μάθημα: τρόμαξε τόσο, που υποσχέθηκε από εδώ και πέρα να μην ξαναμασήσει τσίχλα μπροστά σε άλλους. Αλλά και όταν πάλι του ζητούσε κανείς να μοιραστεί, με προθυμία έδινε ώστε να μην ξαναβρεθεί περίπτωση σαν κι αυτή που να μην βρεθεί ούτε ένας να του δώσει απ' τα δικά του.