Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας βασιλιάς πονηρός. Ο βασιλιάς αυτός είχε πολλούς υπηρέτες και φύλακες, αλλά κανένας από αυτούς δεν ήταν αρκετά ικανός και πιστός, και έτσι ο βασιλιάς δεν τους είχε καμία εμπιστοσύνη.
Τα χρόνια εκείνα, ο σκύλος δεν είχε ακόμα εξημερωθεί. Οι σκύλοι ζούσαν σε αγέλες στα δάση μαζί με τα ξαδέλφια τους, τους λύκους, με τους οποίους πήγαιναν παρέα για κυνήγι, τόσο που δεν υπήρχε κανένας διαχωρισμός για το ποιος είναι ποιος. Μια μέρα που ο βασιλιάς περπατούσε στο δάσος, παρατήρησε ότι τα ζώα αυτά είχαν πολύ όμορφο τρίχωμα, ήταν δυνατά και γρήγορα, αλλά κινούνταν και με μεγάλη χάρη. Έτσι σκέφτηκε να τα πάρει για φύλακες στο κάστρο του, και κατέστρωσε ένα σχέδιο για να τα εξημερώσει.
Έστειλε λοιπόν στον αρχηγό των σκύλων και των λύκων έναν αγγελιαφόρο, με σκοπό να τους προσκαλέσει στον γάμο του γιου του. Αυτοί με ενθουσιασμό δέχθηκαν την πρότασή του και το θεώρησαν τιμή τους. Έτσι ξεκίνησαν για να πάνε στο Κάστρο.
Στα μισά όμως της διαδρομής, ένα πουλί που παρακολουθούσε τις κινήσεις του βασιλιά, τους είπε: "Μην πάτε, γιατί ο βασιλιάς ζήλεψε το όμορφο τρίχωμά σας και θέλει να σας πάρει για φύλακες στο Κάστρο του".
Τα ζώα αυτά, έτσι καλόπιστα και ευγενικά από την φύση τους, άκουσαν το πουλί αλλά σκέφτηκαν να συνεχίσουν, εφόσον ήταν καλεσμένα σε γάμο και θα ήταν προσβολή να μην παρευρεθούν. Κάποια όμως, κατάλαβαν την πονηριά του βασιλιά και έτσι τρομοκρατημένα γύρισαν πίσω στο δάσος. Αυτά που συνέχισαν για το γάμο, με πρώτο τον αρχηγό τους, ο βασιλιάς μόλις τα είδε έβαλε να τα αιχμαλωτίσουν και τα ζώα ξέσπασαν σε λυγμούς, αφού πίστεψαν ότι είχε προδοθεί η εμπιστοσύνη που του έδειξαν. Ο βασιλιάς όμως, που κατάλαβε πως έτσι αθετούσε τον λόγο του, ζήτησε από τον κάθε υπήκοο του που πλέον θα αναλάμβανε από έναν σκύλο να του φερθεί ευγενικά και σαν φίλος.
'Όσοι σκύλοι άκουσαν το πουλί, γύρισαν πίσω στο δάσος όπου εξελίχθηκαν στον σημερινό λύκο, και δεν εμπιστεύτηκαν άνθρωπο ξανά ποτέ. Οι υπόλοιποι εξημερώθηκαν από τον άνθρωπο και έγιναν οι καλύτεροί του φίλοι.