Μια φορά και έναν καιρό ζούσε μια φτωχή χωριατοπούλα, η οποία ήταν τίμια και εργατική και δούλευε ως υπηρέτρια σε ένα σπίτι αρχόντων, οι οποίοι ήταν βαριά άρρωστοι. Κάθε μέρα σκούπιζε το σπίτι με πολλή προσοχή, περιποιούνταν τους άρχοντες και πετούσε τα σκουπίδια σε έναν μεγάλο σωρό έξω στην αυλή. Τα ψίχουλα όμως, που συνήθως έμεναν στο τραπέζι των αρχόντων, αντί να τα πετάξει τα μάζευε με πολύ φροντίδα και τα έδινε στα πουλιά έξω στην αυλή.
Ένα πρωί, και καθώς ξεκινούσε τη δουλειά της, βρήκε ένα γράμμα πάνω στον σωρό με τα σκουπίδια. Καθώς δεν μπορούσε να διαβάσει, το πήγε στα αφεντικά της. Αυτοί της είπαν πως ήταν μια πρόσκληση από ξωτικά για να γίνει νονά στην βάπτιση ενός από τα παιδιά τους.
Στην αρχή το κορίτσι δεν ήξερε τι να κάνει, αφού τα αφεντικά της ήταν βαριά άρρωστοι και χρειάζονταν την φροντίδα της, αλλά τελικά αυτοί την έπεισαν να δεχθεί την πρόσκληση. "Δεν θα ήταν σωστό να αρνηθείς σε κάτι τέτοιο", της είπαν. Έτσι αυτή τους μαγείρεψε το αγαπημένο τους φαγητό, τοποθέτησε τα πιάτα στο τραπέζι βιαστικά και έφυγε.
Τρια ξωτικά ήρθαν και την πήραν και την οδήγησαν σε ένα κούφιο βουνό, όπου ζούσαν οι μικροί αυτοί άνθρωποι. Εκεί όλα ήταν μικροσκοπικά, αλλά ήταν όλα τόσο όμορφα διακοσμημένα που δύσκολα μπορεί να τα περιγράψει κανείς. Τα σπίτια τους ήταν φτιαγμένα από την καλύτερη πέτρα, και στην κορυφή τους οι σκεπές ήταν καλυμμένες με χρυσό. Η κολυμβήθρα ήταν φτιαγμένη από καθαρό ασήμι. Η νεαρή μαμά ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι διακοσμημένο με πολύτιμα πετράδια και περίτεχνα στολίδια, σαν από παραμύθι. Η χωριατοπούλα συμμετείχε στην τελετή ως νονά, και έπειτα κάθισε στο τραπέζι για τη βάπτιση. Κάποια στιγμή όμως σκέφτηκε πως είχε πολλές δουλειές στο σπίτι, και έπρεπε να γυρίσει.
Τα ξωτικά την παρακάλεσαν να μείνει μαζί τους για τρεις μέρες. Αυτή συμφώνησε, και ο καιρός πέρασε ευχάριστα και όμορφα. Τα μικρά ξωτικά έκαναν τα πάντα για να την κρατήσουν χαρούμενη.
Τέλος, θέλησε να επιστρέψει σπίτι, αφού η έγνοια της βρισκόταν με τα αφεντικά της που ήταν άρρωστοι και θα είχαν ανάγκη την βοήθειά της. Τα ξωτικά γέμισαν τις τσέπες της με χρυσό, και την έβγαλαν στο δρόμο έξω από το βουνό. Μετά από λίγο αυτή έφτασε στο σπίτι, το οποίο βρήκε τελείως άδειο και παραξενεύτηκε. Θέλοντας να ξεκινήσει την δουλειά της, πήρε την σκούπα που ακόμα στέκοταν στο ίδιο σημείο και άρχισε να σκουπίζει. Όταν έφτασε στην κουζίνα, παρατήρησε ότι το τραπέζι ήταν στρωμένο όπως ακριβώς το είχε αφήσει πριν φύγει, αλλά πάνω του βρισκόταν πάρα πολλά περιστέρια τα οποία δεν άγγιζαν το φαγητό παρά μόνο έψαχναν για ψίχουλα.
Μόλις τα περιστέρια είδαν την χωριατοπούλα, γύρισαν προς το μέρος της. Τότε ένα από αυτά έβγαλε μιλιά και της είπε: "καλή μου χωριατοπούλα, οι άρχοντες του σπιτιού μάζεψαν τα πράγματά τους και έφυγαν μισή ώρα αφού έφυγες και εσύ. Εμείς περιμέναμε κάθε μέρα την επιστροφή σου, και έτσι δεν αγγίξαμε το φαγητό από τα πιάτα τους για να μην θυμώσεις. Σου άφησαν όμως αυτό το γράμμα."
Η χωριατοπούλα άνοιξε το γράμμα. Όταν το διάβασε, έβαλε τα κλάματα. Οι άρχοντες του σπιτιού της είχαν γράψει το σπίτι για να την ευχαριστήσουν για την εργατικότητά της και θα πήγαιναν σε ένα μακρινό μοναστήρι να μείνουν, αφού βρισκόντουσαν στα τελευταία τους και δεν ήθελαν να την στενοχωρήσουν.