Ένας μυλωνάς κάποτε βρέθηκε στην Βρέμη για να αγοράσει γάιδαρο για να του κουβαλάει τα σακιά στον μύλο. Αφού επισκέφτηκε τον έμπορο και κοίταξε καλά καλά όλα τα διαθέσιμα γαϊδούρια, επέλεξε να φέρει πίσω στο χωριό αυτό που του φαίνονταν πιο καμαρωτό και πιο όμορφο από όλα τα άλλα. Για να τον αποκτήσει μάλιστα έδωσε πενήντα χρυσές λιρες. Ο έμπορος πήρε τα λεφτά και για να τον καθησυχάσει του εγγυήθηκε ότι ο συγκεκριμένος γάιδαρος θα ήταν ο πιο παραγωγικός και πιο εργατικός από όλους.
Μόλις ο μυλωνάς έφτασε με τον γάιδαρο πίσω στον μύλο, τον φόρτωσε σακιά και τον έβαλε να τα κουβαλάει ως την αποθήκη. Ο γάιδαρος αρχικά υπέμενε διστακτικά τον καινούριο του ρόλο και έκανε ότι τον πρόσταζε ο αφέντης του. Καθώς όμως περνούσαν οι μέρες, άρχισε να διαμαρτύρεται. Κάποια στιγμή, και ενώ ο ιδιοκτήτης του τον φόρτωνε σακιά, γυρνάει και του λέει:
«Αφεντικό, είναι κρίμα ένας γάιδαρος με την δική μου αρχοντιά να χαραμίζεται με τέτοιες εργασίες που μπορεί να τις κάνει ο οποιοσδήποτε»
Αρχικά ο μυλωνάς απόρησε. Στην συνέχεια όμως, αφού κατάλαβε ότι ο γάιδαρος ήθελε με πονηριά να απαλλαχθεί από τα νέα του καθήκοντα, του εξήγησε ότι ακριβώς για αυτό τον αγόρασε, για να μεταφέρει τα σακιά, και τον απείλησε πως αν σταματούσε να εργάζεται θα του έκοβε το φαγητό. Έτσι και αυτός, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, συνέχισε να φορτώνεται τα σακιά και τα πήγαινε στην αποθήκη. Μετά από μερικές μέρες όμως ο γάιδαρος όλο και αργούσε να επιστρέψει και ο μυλωνάς το κατάλαβε. Κάθε καινούρια μέρα η αργοπορία μεγάλωνε: ο γάιδαρος φορτωνόταν τα σακιά, έφευγε για την αποθήκη και ξαναφαίνονταν μετά από ώρες.
Μια μέρα που ο γάιδαρος το παράκανε, στον μυλωνά μπήκαν υποψίες. Έκανε υπομονή μέχρι να γυρίσει ο γάιδαρος, ο οποίος επέστρεψε μετά από ώρες ολόκληρες, και τότε τον ρώτησε:
«Γιατί άργησες τόσο πολύ σήμερα να γυρίσεις από την αποθήκη;»
«Είναι δύσκολος ο δρόμος κ. μυλωνά και συνεχώς χάνομαι.»
Μην θέλοντας να τον πιστέψει, ο μυλωνάς, σκέφτηκε την επόμενη φορά να τον ακολουθήσει. Για να μην φανεί όμως στο χωριό ότι έχει πάρει ξωπίσω ένα γαϊδούρι, βρήκε την ιδέα να βάλει σκύλο να τον ακολουθεί στην διαδρομή. Έτσι πήγε ξανά στην Βρέμη και αφού είδε έναν προς έναν τους σκύλους του εμπόρου, αγόρασε τον πιο καμαρωτό και πιο όμορφο από όλους. Γύρισε πίσω στο χωριό και πρόσταξε τον σκύλο:
«Θα ακολουθείς τον γάιδαρο σε όλη τη διαδρομή, και θα τον προσέχεις μην χαθεί. Άμα τον χάσεις, θα γυρίσεις κατευθείαν πίσω σε μένα.»
Έτσι και έγινε. Για μέρες ολόκληρες ο σκύλος ακολουθούσε τον γάιδαρο από τον μύλο ως την αποθήκη, και η κατάσταση έμοιαζε να βελτιώνεται. Μετά όμως από μια εβδομάδα, άρχισαν να αργούν και οι δυο μαζί. Η αργοπορία έγινε πάλι τόσο μεγάλο πρόβλημα που, μια μέρα που ο γάιδαρος με τον σκύλο το παράκαναν, ο μυλωνάς τους ρώτησε:
«Γιατί αργείς γάιδαρε; Δεν σου έδωσα σκύλο για να μην χάνεις τον δρόμο;»
«Εσύ μου έδωσες σκύλο και εγώ τον βρίσκω τον δρόμο για την αποθήκη εύκολα πλέον. Αλλά έχουν μπει ποντίκια στην αποθήκη και όταν φτάνω με εμποδίζουν να ξεφορτώσω. Τόσο που μερικές φορές με παίρνουν ξωπίσω και με εμποδίζουν και να γυρίσω.»
«Αλήθεια λέει», συμπλήρωσε ο σκύλος.
Τότε ο μυλωνάς αρχικά τρομοκρατήθηκε και σκέφτηκε πως πρέπει οπωσδήποτε να πάρει και γάτα για να διώξει τα ποντίκια. Πήγε στη Βρέμη και αφού είδε μια προς μια όλες τις γάτες, αγόρασε αυτήν με το πιο όμορφο τρίχωμα από όλες. Πριν την δώσει όμως στον γάιδαρο, της εξήγησε:
«Ο γάιδαρος μου είπε ότι η αποθήκη έπιασε ποντίκια που δεν τον αφήνουν να ξεφορτώσει, όμως εγώ δεν τον πιστεύω. Θέλω να τον ακολουθείς κρυφά σε όλη τη διαδρομή και αυτόν και τον σκύλο και αν τους δεις να φεύγουν από τη διαδρομή, να γυρίσεις να μου τα πεις όλα».
Τότε η γάτα συμφώνησε. Έτσι και έγινε. Αναχώρησαν και οι τρεις για την αποθήκη και γύρισαν πίσω στην ώρα τους. Η γάτα μάλιστα επιβεβαίωσε ότι η αποθήκη είχε πιάσει ποντίκια, και την επόμενη εβδομάδα και οι τρεις μαζί επέστρεφαν ακριβώς στην ώρα τους. Όμως μετά από αυτό άρχισαν πάλι οι αργοπορίες. Τότε ο μυλωνάς, αφού το πήρε απόφαση ότι ο γάιδαρος τον κοροϊδεύει και ότι τα σακιά έχουν μείνει πίσω στο μύλο, σκέφτηκε να τον βάλει να δουλεύει και τα βράδια. Προς μεγάλη του έκπληξη ο γάιδαρος το αποδέχθηκε χωρίς να κάνει παράπονα, το ίδιο και ο σκύλος με τη γάτα.
Ένα πρωί που το παράκαναν με την αργοπορία, ο μυλωνάς εκνευρίστηκε και μόλις τους είδε να επιστρέφουν τους ρώτησε:
«Που ήσασταν ως τώρα;»
Τότε ο γάιδαρος απάντησε:
«Μας πήρε ο ύπνος στην αποθήκη και δεν βρέθηκε κανένας να μας ξυπνήσει. Αν είχαμε έναν κόκορα όμως, θα έβγαζε φωνή δυνατή και θα μας ξυπνούσε και θα ήμασταν πίσω στην ώρα μας.»
Η γάτα με το σκύλο συμφώνησαν.
Τότε ο μυλωνάς, για να μην έχει άλλη δικαιολογία ο γάιδαρος, πήγε στην Βρέμη και αγόρασε κόκορα. Αφού κοίταξε καλά καλά όλους τους κόκορες του έμπορου, διάλεξε αυτόν με την πιο δυνατή φωνή και το πιο καμαρωτό λειρί. Τον έφερε πίσω και αφού τον έδωσε στον κόκορα, του είπε:
«Τώρα δεν έχεις καμία δικαιολογία»
Έτσι και την ερχόμενη εβδομάδα ο γάιδαρος, ο σκύλος, η γάτα και ο κόκορας επέστρεφαν στην ώρα τους από την αποθήκη. Μετά όμως από μια εβδομάδα, άρχισαν πάλι οι αργοπορίες, ειδικά τα πρωινά. Αυτή τη φορά ο μυλωνάς σκέφτηκε να μην ρωτήσει, αλλά να πάει ο ίδιος ως την αποθήκη να δει τι κάνουν.
Κρυβόμενος πίσω από δέντρα και με σιωπηλά βήματα πήρε ξωπίσω τον γάιδαρο, τον σκύλο, τη γάτα και τον κόκορα, ώσπου αυτοί φτάσανε στην αποθήκη. Τότε είδε τον γάιδαρο να ξεφορτώνεται τα σακιά και να μπαίνει στην αποθήκη και με την σειρά να τον ακολουθεί ο σκύλος, η γάτα και ο κόκορας. Μετά από λίγο από μέσα από την αποθήκη άρχισαν να ακούγονται μουσικές και η δυνατή φωνή του κόκορα να τραγουδάει.
Ο μυλωνάς κοίταξε και τι να δει: ο γάιδαρος έπαιζε λάουτο, ο σκύλος τύμπανα, η γάτα κιθάρα και ο κόκορας τραγουδούσε. Από κάτω πλήθος ποντικοί διασκέδαζαν με τις μελωδίες τους και με κάθε καινούριο τραγούδι τους πετούσαν κέρματα σε ένα μεταλλικό πιατάκι μπροστά στη σκηνή.
Αφού παρακολούθησε το θέαμα και το χόρτασε καλά καλά, ο μυλωνάς μπήκε στην αποθήκη να ζητήσει τον λόγο στο γάιδαρο. Τότε ο γάιδαρος του απάντησε:
«Αφεντικό αυτά που βγάζω από το τραγούδι μου αρκούν για να ζω και να κάνω και το κέφι μου. Έλα κι εσύ μαζί μας να παίζεις αρμόνιο και δεν θα χρειαστεί να ξαναδουλέψεις στον μύλο ποτέ».
Έτσι και έγινε. Και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα.